ἡπατοειδής

ἡπατοειδής
ἡπατοειδής
liver-like
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηπατοειδής — ἡπατοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει στο σχήμα με το ήπαρ («ἡπατοειδὴς τῷ χρώματι», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • ηπατώδης — ἡπατώδης, ώδες (Μ) [ήπαρ] ηπατοειδής* …   Dictionary of Greek

  • hepatoid — ˈhepatoid, a. [ad. Gr. ἡπατοειδής liver shaped: see hepato and oid.] ‘Like to the liver in colour or in function’ (Syd. Soc. Lex. 1886) …   Useful english dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”